Λυκίσκος είναι ένα πολυετές αναρριχώμενο φυτό
Ο λυκίσκος δεν είναι μόνο ζυθοβότανο
Ένα ίσως αναξιοποίητο βότανο της ελληνικής χλωρίδας, ο λυκίσκος δεν είναι μόνο από τα βασικά συστατικά της μπύρας αλλά και ένα αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό, με ευρεία χρήση και ιστορία χιλιάδων χρόνων.
Το επιστημονικό του όνομα είναι Humulus lupulus, ανήκει στην οικογένεια των κανναβοειδών (Cannabaceae) και συγγενεύει με την κάνναβη και την τσουκνίδα. Υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά φυτά που αναπτύσσονται χώρια. Τα θηλυκά άνθη του λυκίσκου δίνουν στη μπύρα άρωμα, γεύση, πλούσιο αφρό και την χαρακτηριστική της πικράδα, η οποία εξισορροπεί τη γλυκύτητα της βύνης. Ο λυκίσκος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Μεσαίωνα. Αναφορές φέρουν τους μοναχούς της Φλάνδρας ως τους πρώτους που τον χρησιμοποιούν και ως τότε οι μπύρες δεν περιείχαν λυκίσκο.
Σήμερα καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο ιδιαίτερα στα ψυχρά κλίματα, ενώ γίνεται προσπάθεια για συστηματική καλλιέργεια και στην χώρα μας. Ο Πλίνιος τον 1ο αιώνα π.Χ ανέφερε τον λυκίσκο ως το φυτό που μεγαλώνει ανάμεσα στα επιλόβια και μετά τα σκοτώνει, όπως ο λύκος ανάμεσα στα πρόβατα. Έτσι πήρε το όνομα του στα λατινικά που σημαίνει μικρός λύκος, εξ’ού και η ονομασία λυκίσκος στα Ελληνικά.
Ο λυκίσκος έχει μια μακρά και αποδεδειγμένη ιστορία ιατρικής χρήσης κυρίως για την καταπραϋντική, ηρεμιστική, τονωτική και ηρεμιστική δράση του στον οργανισμό και το μυαλό. Η έντονη πικρή γεύση του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να ενισχύει και να διεγείρει την πέψη, αυξάνοντας τις γαστρικές και άλλες εκκρίσεις.
Θεραπευτικές χρήσεις και οφέλη
Τα αποξηραμένα θηλυκά άνθη του λυκίσκου έχουν ιστορικά χρησιμοποιηθεί για τις κατασταλτικές τους επιδράσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα ως θεραπεία για το άγχος και την αϋπνία. Το βότανο έχει μελετηθεί επίσης για τις αντι-ιικές και αντιμικροβιακές του ιδιότητες. Επιπλέον, περιέχει πολυάριθμα φλαβονοειδή και πρόδρομα οιστρογόνα. Στα συστατικά του συμπεριλαμβάνονται και η χουμουλόνη και η λουπουλόνη, γνωστές για την αντιβακτηριακή τους δράση που διεγείρουν την παραγωγή γαστρικών υγρών βοηθώντας στην πέψη των τροφίμων. Ο λυκίσκος έχει βρεθεί ότι εμποδίζει το σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων, ενεργώντας ως φυτικός αντικαρκινικός παράγοντας.
Περιέχει φυτοοιστρογόνα τα οποία ενεργούν όπως τα γυναικεία οιστρογόνα στο σώμα. Με τη μορφή ροφήματος, τα λουλούδια του λυκίσκου έχουν χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο για κράμπες, οίδημα και εμμηνορρυσιακές δυσκολίες για πάνω από 2500 χρόνια, με τις πρώτες του χρήσεις να τεκμηριώνονται κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής και ελληνικής ιστορίας. Εκχυλίσματα λουλουδιών λυκίσκου έχουν χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της λέπρας, της πνευμονικής φυματίωσης και της οξείας βακτηριακής δυσεντερίας. Ο λυκίσκος φημίζεται ότι μειώνει τη σεξουαλική επιθυμία, ενώ αντίθετα αυξάνει την εφίδρωση και είναι ευεργετικός ως φυτικό αναλγητικό και διουρητικό. Περιέχει το αμινοξύ ασπαραγίνη και διάφορες πολυφαινολικές ταννίνες, που σε συνδυασμό καθιστούν αυτό το βότανο αποτελεσματικό στη θεραπεία για εξανθήματα, μώλωπες, πέτρες στη χοληδόχο κύστη, κυστίτιδα, πυρετό, φλεγμονές, νευραλγία, ρευματισμούς και πονόδοντο.
Φωτεινή Πουρνάρα
Comments